Λευκωσία, 08 Σεπτεμβρίου 2025
Ο Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου (ΣΨΚ) παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανησυχία τις πρόσφατες δημόσιες παρεμβάσεις πολιτικών φορέων που αφορούν την πρακτική άσκηση των ειδικευόμενων ψυχολόγων και τη διαδικασία αξιολόγησής της. Ενώ χαιρετίζουμε την προσοχή που δίνεται στην επαγγελματική κατάρτιση των ψυχολόγων, μας ανησυχεί ο αριθμός των ανακριβειών και η πολιτικοποιημένη πλαισίωση αυτού που, στην ουσία του, είναι ένα επιστημονικό και εκπαιδευτικό ζήτημα. Μας ξαφνιάζει παράλληλα, ως το μεγαλύτερο και παλαιότερο επαγγελματικό σώμα ψυχολόγων της χώρας, που δεν κληθήκαμε να καταθέσουμε τις απόψεις μας από όσους φορείς έσπευσαν να εκδώσουν ανακοινώσεις επί του θέματος.
Σε αντίθεση με ό,τι έχει υποστηριχθεί, η νομοθεσία της Ευρωπαικής Ένωσης (ΕΕ) δεν επιβάλλει μια αυστηρή αντιστοίχιση της πρακτικής άσκησης βάσει στενά καθορισμένων τίτλων ειδικοτήτων (π.χ. «σχολική ψυχολογία μόνο στα σχολεία»). Αυτό που απαιτούν οι ευρωπαϊκές οδηγίες και συστάσεις είναι ελάχιστα πρότυπα, διαφάνεια και διασφάλιση ποιότητας, όχι περιοριστικές κατανομές που υπεραπλουστεύουν την επιστήμη της ψυχολογίας. Η επιλεκτική χρήση της νομοθεσίας της ΕΕ χωρίς αναφορά στα ευρύτερα διεθνή πρότυπα (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδέσμων Ψυχολογίας [EFPA], Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ψυχολογίας [EuroPsy], Διαδικασία της Μπολόνια, Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης) δημιουργεί σύγχυση και υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού.
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι ενώ το Συμβούλιο Εγγραφής Ψυχολόγων (ΣΕΨ) κατέχει ρυθμιστικό ρόλο, η πρακτική άσκηση των ειδικευόμενων ψυχολόγων αποτελεί ουσιαστικά μέρος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ως εκ τούτου υπόκειται σε αυστηρές διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας από το Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙΠΑΕ), οι οποίες περιλαμβάνουν εξωτερικούς Ευρωπαίους εμπειρογνώμονες, επαγγελματίες, φοιτητές/τριες και εκπροσώπους του κλάδου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του ΣΕΨ. Το να παρουσιάζεται η πρακτική άσκηση ως αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣΕΨ αγνοεί αυτό το πλαίσιο και διαστρεβλώνει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής ρύθμισης και ακαδημαϊκής αυτονομίας.
Εξίσου ανησυχητικά είναι τα πολιτικά υπονοούμενα στις πρόσφατες ανακοινώσεις. Η εκπαίδευση των ψυχολόγων πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία, διεθνή πρότυπα εποπτείας και τεκμηριωμένα κριτήρια ποιότητας, όχι σε πολιτικές σκοπιμότητες. Οι απλοϊκές διακρίσεις —όπως «κλινική έναντι σχολικής μονάδας» ή «δημόσιος έναντι ιδιωτικού τομέα»— ενέχουν τον κίνδυνο να περιορίσουν το πεδίο εφαρμογής της ψυχολογίας και δεν αντικατοπτρίζουν την επιστημονική πραγματικότητα του κλάδου.
Σημαντικό σημείο συζήτησης για την πρακτική άσκηση των φοιτητών είναι οι άδικες συνθήκες που υφίστανται πολλοί/ες ειδικευόμενοι/ες ψυχολόγοι – οι οποίοι/ες και εργάζονται αμισθί και πληρώνουν αμοιβές για να ολοκληρώσουν την πρακτική τους άσκηση σε ορισμένες δημόσιες δομές – καθώς και τις παράτυπες αποφάσεις του ΣΕΨ, όπως η εισαγωγή νέων κριτηρίων εποπτείας χωρίς νομική εξουσιοδότηση. Εξού και ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ο ΣΨΚ έχει αποσύρει τους εκπροσώπους του από το παρόν Συμβούλιο. Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη άμεσης μεταρρύθμισης του θεσμικού πλαισίου και επιστροφής του ΣΕΨ στη νόμιμη λειτουργία του. Μέχρι τότε, θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ένα εκσυγχρονισμένο, διαφανές και επιστημονικά τεκμηριωμένο νομοθετικό πλαίσιο που να προστατεύει τόσο το επάγγελμα όσο και το κοινό.
Εκφράζουμε επίσης έντονη ανησυχία για τις τοποθετήσεις πολιτικών φορέων κατόπιν συναντήσεων με το παρόν ΣΕΨ και για τις προτάσεις κανονισμών που προωθούνται προς το Υπουργείο Υγείας (ΥΥ), οι οποίες προτείνουν συγκεκριμένα πλαίσια πρακτικής άσκησης με βάση τα αποκλειστικά καθήκοντα ανά ειδικότητα, τα οποία έχουν θεσπιστεί από το παρόν ΣΕΨ – και με τα οποία δεν συμφωνεί ούτε η επιστημονική, αλλά ούτε και η επαγγελματική κοινότητα των ψυχολόγων. Οι προτάσεις αυτές επιβάλλουν άκαμπτους και ξεπερασμένους διαχωρισμούς μεταξύ ειδικοτήτων (π.χ. μόνο Κλινικοί Ψυχολόγοι χειρίζονται σοβαρή ψυχοπαθολογία, μόνο Συμβουλευτικοί Ψυχολόγοι χειρίζονται ψυχοκοινωνικές δυσκολίες), που δεν συνάδουν με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και τις διεθνείς πρακτικές. Ο ΣΨΚ τονίζει ότι τέτοιες ρυθμίσεις θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα και την προσβασιμότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών ψυχικής υγείας, περιορίζουν αδικαιολόγητα το επαγγελματικό έργο των ψυχολόγων και ενδέχεται να βλάψουν τους λήπτες φροντίδας. Αυτά τα μέτρα υπερβαίνουν κατά πολύ τον ρόλο του ΣΕΨ ως αρχής αδειοδότησης και υπονομεύουν την ευθύνη των πανεπιστημίων και των φορέων διασφάλισης ποιότητας να ρυθμίζουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Παραμένουμε ανοιχτοί στο διάλογο, αλλά αναμένουμε θεσμική συμμόρφωση.
Ο ΣΨΚ έχει εδώ και πολλά χρόνια καταθέσει εμπεριστατωμένες προτάσεις για την αναθεώρηση της σχετικής νομοθεσίας, που αποσκοπούν στην κάλυψη σημαντικών κενών και την ευθυγράμμιση της με τις σύγχρονες ανάγκες της επιστήμης και της κοινωνίας. Στηρίζουμε την προώθηση μιας εκσυγχρονισμένης νομοθεσίας, η οποία αναθεωρεί σημαντικά κενά και παραλείψεις της υφιστάμενης και ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του επαγγέλματος του ψυχολόγου. Οι θέσεις μας έχουν κοινοποιηθεί στα αρμόδια Υπουργεία και αναμένουμε ουσιαστική πρόοδο στον εκσυγχρονισμό του πλαισίου.
Καλούμε όλα τα πολιτικά κόμματα, τους θεσμικούς φορείς και τους κοινωνικούς εταίρους σε έναν ανοικτό, τεκμηριωμένο και ειλικρινή διάλογο, με μοναδικό στόχο την ενίσχυση και προστασία των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Κύπρο, αλλά και την προστασία του επαγγελματικού κύρους των ψυχολόγων. Η μεγαλύτερη προσφορά των πολιτικών φορέων στο θέμα θα είναι η τάχιστη και ουσιαστική προώθηση της συνέχειας της διαβούλευσης για τη νέα νομοθεσία που είχε προωθήσει σε πρότερο χρόνο το Υπουργείο Υγείας, η οποία θα λύνει διαχρονικά ζητήματα και θα εκσυγχρονίσει το νομοθετικό πλαίσιο μακριά από παρωχημένα και αντι-επιστημονικά στοιχεία.
Τέλος ανακοίνωσης